|
префиксальный, приставочный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово префиксальный? — προθεματικός как на (ново)греческом будет слово приставочный? — προθεματικός как с (ново)греческого переводится слово προθεματικός? — префиксальный, приставочный — προγεύομαι — έλκος — μούτζωμα — μιλλέτι — εξάπλωση — χοντροφτιαγμένος — αδιάκοπος — μπαουλοντίβανο — κανονάρχισμα — βόχα — ψιλοδουλειά — αιμορραγία — λυσσόδηχτος — βρακώνομαι — στρατούρι — αυξητικό — υπερδομή — έμβασις — τηλεγράφημα — σαράφης — νυχτώνει |
|||