|
кратковременный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово кратковременный? — ολιγόχρονος как с (ново)греческого переводится слово ολιγόχρονος? — кратковременный — κρείσσων — αφύσικα — στροφή — βροχίζω — μουνούχος — αγωνιστικότητα — ξεΐδρωμα — καρναβαλιστής — ηπατικός — πατριδοκαπηλία — ανακύκλισμα — φούμος — τερέτισμα — αψεγάδιαστα — κρεμέζο — παραφέρω — τραγιάσκα — σταχτώνω — εξυγίανση — κλειδούχος — υπεραισθητός |
|||