|
το мастерская жестянщика #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово мастерская жестянщика? — λευκοσιδηρουργείο как с (ново)греческого переводится слово λευκοσιδηρουργείο? — мастерская жестянщика — μαρνέρος — ανεξάσκητος — αυτόπτρια — νήπιο — κενοδοξία — κρυφοτρώγω — τριακοντούτης — γιούργια — εχτρεύομαι — ξαναγαπίζω — τσιτσί — καπνοκαλλιεργητής — τράκο — εκμεταλλευτής — τορνευτικός — στραπατσάρω — ναυλωτήριο — βαυκαλίζω — ναυτολογία — τεχνάζομαι — γκαστριά |
|||