|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ψιλοβρέχει? — — χάδι — ακατάληπτος — αγγάστρωτος — γλοιός — ουραγός — παλαμικός — ρεπό — πακετάρισμα — γεροντολόγος — μαρμαροκονία — ισοσκελισμένος — ψάλτης — αρτοφαγία — ξεσαμάρωτος — εκβραχίζω — χειρώναξ — ανοιγοκλείσιμο — θεραπευτής — μπούκοτάζ — πόρτο — βαγιόκλαρο |
|||