|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово χιλιοφορεμένος? — — γκίνια — μαγγανευτικός — αμμόμετρο — ωμοβόρος — σιλουέττα — δίστυλος — ξεκαπίστρωτος — αγγειοπλαστικός — Βραχμανισμός — καινοτομώ — σειράδιον — καταιονίζω — ράγα — αγριολούλουδο — υπεξαγωγή — απιθαμή — αλευρόνερο — γυναικάρεσκος — κατακραυγή — κριγμός — ενοποίηση |
|||