|
αόρ. от υπέχω #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово υπέσχον? — — νεωτερίστρια — δώρο — καζαμίας — ανθόσπαρτος — σφάκτης — πρωτοπρεσβύτερος — ολιγούτσικος — πατριδογραφία — ψυχασθένεια — νοσηρός — συλητής — υπέρογκος — κριτικά — κατάχαμα — παλινδρομικός — στοά — βλαπτικός — νυφούλα — καλύπτω — ανομοιόσχημος — ορτσάρω |
|||