|
терпкий; είναι ~ό στή γεύση — [phrase]это вяжет рот[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово терпкий? — στυφός как с (ново)греческого переводится слово στυφός? — терпкий — αστήθι — αχαράτσωτος — άποπτος — μολυβδίαση — αλλοίωση — οβελιστέος — λευτερώνω — περιχαρακωμένος — κουνελώνας — απόσκοτος — ποδοκροτώ — κατάκαυση — καραμελλάς — λυκουρίνος — σαιξπηριστής — γιατσάδα — ορατός — συνωμότισσα — μέρα — αδεκάτευτος — αναίδεια |
|||