|
, ρ 1) ро (семнадцатая буква греческого алфавита); 2) знак числа: р' — = 100 и сотый; ,р — = 100 000 и стотысячный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ро? — Ρ как с (ново)греческого переводится слово Ρ? — ро — δερμικός — αφέλεια — δρύφρακτο — φαγεδαινικός — στόμαχος — μαντρί — φαλλικός — καλοκαθίζω — αναγνώριση — ουρανικός — αντιλαμπή — έναστρος — κορακοζώητος — ανασκαλεύω — ατροφία — κακοκάρδισμα — μασούριασμα — παρασκεύασμα — άύτοπλασια — υπάλληλος — δευτερευόντως |
|||