|
уст. распиленный (вдоль или поперёк) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово распиленный? — διάπριστος как с (ново)греческого переводится слово διάπριστος? — распиленный — κοκκινέλλη — χρεοπίστωση — μαϊμουδιάρα — μυρέψημα — δικανίκο — επιμολύβδωση — ανθράκευση — τσάτρα-πάτρα — δώνομαι — αποκαλύπτομαι — ολιγοστεύω — δαφναίος — ρομπότ — απαλλακτικός — φαρμακώδης — κωλότσεπη — φιαλοθέτης — ενσυνείδητος — θωρακισμός — ξενοπρεπής — δοκιμή |
|||