|
1) не имеющий жалюзи (об окнах); 2) неподжаристый (о мясе) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово не имеющий жалюзи? — αγρίλλιαστος как на (ново)греческом будет слово неподжаристый? — αγρίλλιαστος как с (ново)греческого переводится слово αγρίλλιαστος? — не имеющий жалюзи, неподжаристый — χολωμένος — ξυλογλυφίο — ελαφρόκαρδος — διακεντώ — δυσφήμιση — λεγενόμπρικο — άρμ — περιγιάλι — οξυγόνωσις — βοτανικός — κολασμός — περικνήμιον — μεγαλοπραγμονώ — βαλς — κυβιστικός — καντήλα — πολυανθρωπία — κουκκίζω — νισαντήρι — μαρξικο-λενινικός — ζαχαρίνη |
|||