|
το модий (старинная мера веса сыпучих тел = 8,75 л) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово модий? — μόδι как с (ново)греческого переводится слово μόδι? — модий — αναληπτικός — δασερός — εδρικός — χρονομέτρημα — ρεφενές — μνημοσύνη — απλοϊκός — αισχρούργημα — αμμόλιθος — καβγάς — αυτοσυντήρητος — ερίτιμος — ασφάλτωμα — κασσέτα — μακαρονοειδής — εφοδιασηκός — εργατοπατέρας — σκαρώνω — ατλάζι — αυτοκατακρίνομαι — σπίζα |
|||