|
το карат #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово карат? — καράτι как с (ново)греческого переводится слово καράτι? — карат — πιπερώνω — διπλοκακορρίζικος — αποσυνδέω — καθαγιάζω — παθογόνος — εγκαρσίως — εξαιρετικός — λήξη — αγγειογραφική — λαχίδι — αγνά — τριβεύς — παραγώνι — λαμνοκόπος — αεροθεραπευτήριον — δείλινω — επτάπλευρος — κλούβιος — βέλασμα — κλωνόγυρτος — δακτυλόδεικτος |
|||