|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово λαϊκίζω? — — υπομέλας — σβεστός — ξυστός — τσαρδάκα — βρόχι — ιδιοσυγκρασιακός — σημαιοστόλιστος — πλέξιμο — αναμάζωξη — άσκιος — μυολογία — μπεζεβέγκης — κατεργασμένος — καλυτέρευμα — ακατάθετος — ενδομορφισμός — ξαγναντεύω — υδρογνώμων — ανοσολογικός — φυματίωση — αιχμαλώτισμός |
|||