βασκαίνω

формы словаβ
βασκαίνω
(αόρ. εβάσκανα и εβάσκηνα, παθ. αορ. (ε)βασκά(ν)θηκα) сглазить;
          νά μή -αθείς! — [phrase]чтоб не сглазить![/phrase]



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово сглазить? — βασκαίνω
как с (ново)греческого переводится слово βασκαίνω? — сглазить


λουβιάρηςκαθεστώςαπροικηυπόκλισησταγονομετρικόςπερισποόδαστοςσοβατίζωψαρομανάβηςσατιρογραφίακολιέκορωνίδαολάσπροςολόκλειστοςευμοιρώμαρτυρεμόςσαρκοφάγαΨωροκώσταιναγιοτκακόφημοςακράνιεγκοινωνισμός




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit