|
(αόρ. εβάσκανα и εβάσκηνα, παθ. αορ. (ε)βασκά(ν)θηκα) сглазить; νά μή -αθείς! — [phrase]чтоб не сглазить![/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово сглазить? — βασκαίνω как с (ново)греческого переводится слово βασκαίνω? — сглазить — λουβιάρης — καθεστώς — απροικη — υπόκλιση — σταγονομετρικός — περισποόδαστος — σοβατίζω — ψαρομανάβης — σατιρογραφία — κολιέ — κορωνίδα — ολάσπρος — ολόκλειστος — ευμοιρώ — μαρτυρεμός — σαρκοφάγα — Ψωροκώσταινα — γιοτ — κακόφημος — ακράνι — εγκοινωνισμός |
|||