|
высиживать (цыплят) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово высиживать? — κλωσσάω как с (ново)греческого переводится слово κλωσσάω? — высиживать — Φίλιππος — ανασπάζομαι — αξετίμωτος — σπερδούκλα — υπόκρουση — ξενοικιάζω — μητροκτονία — μετουσιαστικά — πολιτικομανία — επαυχένιον — φλεβίζω — τρικαντό — επανακαλώ — οργυιά — αποπληρωμή — εξωτερικεύω — καρποφόρος — ταράζω — μελιτωμένος — σαγματοποιία — βλαστήμια |
|||