βουνοκορφή

формы словаβ
βουνοκορφή
η вершина горы



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово вершина горы? — βουνοκορφή
как с (ново)греческого переводится слово βουνοκορφή? — вершина горы


σκορποχώριναυτεργάτηςκαμηλωτήφώνημαολοκληρωτικάφυλλομετρητήςπροαποστέλλωσφαγήεπαλήθευσηαπροξένευτοςαγριοβαλανίδιπριονωτόςμαγαρισμένοςλουλουδάςλογοθεραπευτήςασκούργιαστοςετυμολογικόςεπακριβώςβεγγερίζωκουβένταλουστρίνι




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit