|
η бот. (молочайный) осот #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово осот? — ζέγουνα как с (ново)греческого переводится слово ζέγουνα? — осот — δίκαιος — έγκειμαι — λουβί — αξιοκαταφρόνητος — γαλλοπούλα — πολυεθνής — μεζεκλής — απύθμενος — αχάρακτος — κάμηλος — σάργος — καμπουρομύτισσα — διαφέρω — διάψευση — φυλαχτό — βοσκότοπος — αλκαλιμέταλλο — βραστός — αμεθεξία — ευλίμενος — γαλουχούμαι |
|||