|
ο защитник, покровитель #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово защитник? — διαφεντευτής как на (ново)греческом будет слово покровитель? — διαφεντευτής как с (ново)греческого переводится слово διαφεντευτής? — защитник, покровитель — ανυπεύθυνος — αγριοότανο — στάθμηση — φαλαινοθήρας — διέρρηξα — ισοζυγιάζω — κυανωπός — στεγοποιός — δεσποτάτο — μουντώνω — αντεγκαλούμαι — διαζωμάτιο — υστεροχρονολογία — μελέτη — πούς — πυλη — γλυκατζης — λιθοδιάλυση — ανθυπορύσσω — ξέψυχος — ανεδαφικό |
|||