|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ανθρωπολογικά? — — πραίτωρας — σειρά — τυπάζω — κανναβένιος — ασπριδερός — εμβολιασμός — αήττητο — κληρονομιά — ισόβαρος — αμίμητο — πετρελαϊκός — βεβηλώνώ — τυποποιημένος — διατακτικό — αργένης — λιχνεύω — βλάβη — εξωμερίτης — κτώμαι — αρώτητος — αναστάτωση |
|||