|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово μακελεμένος? — — ψαίνω — πτώχεψη — άφρυδος — ασχιδής — ασημοκερατάς — αναχρέμπτομαι — μοσχολιβανίζω — λειχήνωση — καθρεφτάδικο — αυτοχειροτονούμαι — ακτοφρουρά — πολύς — ραθυμία — επιγραφοποιία — γούλι — αναδραστηριοποίηση — διάρμισμα — βρόχι — οκτάστιχο — πειθαρχικώς — φοβούμαι |
|||