Новогреческий словарь
απόσκιος
απόσκι|ος
тенистый, затенённый
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
тенистый
? —
απόσκιος
как на
(ново)греческом
будет слово
затенённый
? —
απόσκιος
как с
(ново)греческого
переводится слово
απόσκιος
? — тенистый, затенённый
#
(ново)греческий словарь
—
διαφθορέας
—
αναλειώνω
—
εντατικοποιώ
—
συμπονάω
—
στυφάδα
—
απολιθώνομαι
—
ομπροστά
—
βλαστητικός
—
νευρικότητα
—
νευρόπονος
—
πολυφωνία
—
μαλλιά
—
Κροατία
—
αιματοβαφής
—
φλάγω
—
αμάθευτος
—
στασιασμός
—
συζευγνύω
—
παίζω
—
ανέγνωσα
—
αρνησιδικία
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,