|
η голландка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово голландка? — Ολλανδέζα как с (ново)греческого переводится слово Ολλανδέζα? — голландка — αηδία — δεντρόκολλα — σέρα — σύνεση — σκάρτα — αχρόνιαστος — μαργαρώδης — φετιχισμός — στεγανοποιούμαι — καψίδι — μπασμένος — πεύκη — μικρομέλεια — συναπτός — κατάκλιση — κολλώδιο — ξινομούνα — διαχωρω — πορδοκλάνω — πειστικός — μαντινάδα |
|||