Новогреческий словарь
μήτε
μήτε
ни; и не, даже не
;
~ δεκάρα δέν έχω — [phrase]у меня нет ни гроша[/phrase]
;
~... ~ — ни... ни
;
~ τό ένα ~ τό άλλο — ни то(__,__) ни другое
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
ни
? —
μήτε
как на
(ново)греческом
будет слово
и не
? —
μήτε
как на
(ново)греческом
будет слово
даже не
? —
μήτε
как с
(ново)греческого
переводится слово
μήτε
? — ни, и не, даже не
#
(ново)греческий словарь
—
βαμβακίαση
—
χαζίρικος
—
αναλφαβητισμός
—
καυστικότητα
—
βουτυροκομω
—
πεπωρωμένος
—
αυγολόγος
—
ευρόνοτος
—
εύροια
—
γνωμάτευση
—
πεζότητα
—
καμουτσί
—
εκλιπάρηση
—
ακάρπωτος
—
μερεμέτιασμα
—
ενδιαίτημα
—
απώλητος
—
αυτοσχεδιάστρια
—
περιτονίτιδα
—
μολεμένος
—
άβυσσος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω