|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово λιχούδικος? — — ατομισμός — πιάσμα — νεροτσουλήθρα — φυτογεωγραφία — λουκουματζής — άβυσσος — στόχαση — διδάσκαλος — δύτης — οινοχαρής — εφτασύλλαβος — δημητριακά — γειτονικός — εξαρθρωμένος — απαγορευμένος — υδραγωγός — θαλασσόφυτα — κουζινικά — ζωηρός — φατριακός — βελουδένιος |
|||