|
орлиный; ~ον βλέμμα — орлиный взгляд #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово орлиный? — αέτειος как с (ново)греческого переводится слово αέτειος? — орлиный — μονομερίτικος — δαρβινισμός — γοργάδα — σπιτόφιδο — αντιπλέω — λαοκράτισσα — λιόλουστος — λογάδην — σπορείο — μποτιλιάρω — δράμα — τηρώ — εξάρμοση — ανθοκράμβη — σχεδιογράφημα — ξυλο- — χολιάω — λείος — βουτσινά — εξαγγλίζω — πούδρα |
|||