|
носатый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово носатый? — μυταράδικο как с (ново)греческого переводится слово μυταράδικο? — носатый — ευελπιστώ — θρακιάς — άρασμα — βιβλιοπαραγωγή — μελισσοτρόφος — οίκαδε — ραστώνη — λογού — μπάσκετ-μπώλ — πασιφισμός — εφαρμοστήριο — στραβώνω — αποκτιέμαι — χαριεντίζομαι — επονειδιστικός — χρηματοδότηση — οργάνωση — φιλοτομαριστικός — βάρδια — τσιγγρίζω — παθολογικός |
|||