|
ο деревенщина, мужик #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово деревенщина? — χοντροχωριάτης как на (ново)греческом будет слово мужик? — χοντροχωριάτης как с (ново)греческого переводится слово χοντροχωριάτης? — деревенщина, мужик — διαρρέω — ερρωμένος — πλινθόκτισμα — γεβεντισμένη — φυλακή — επταμηνίτης — αμάραντος — ακτινογράφος — ελευθεροτεκτονισμός — χρέμπτομαι — μινουέττο — ασυντρόφιαστος — ανασυζήτηση — φερωνυμία — μπεζεβέγκισσα — περιτύλιγμα — σιδεροστιά — πεταλωτήριο — συνίζηση — φωτοειδησεογραφικός — φιλιότσα |
|||