|
το пирушка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово пирушка? — γλεντάκι как с (ново)греческого переводится слово γλεντάκι? — пирушка — διωστήρας — καταχαλνάω — εβενουργική — διόπτευση — γαιανθρακορύκτης — φθείρω — ξυλολατρεία — μπόχα — ολωσδιόλου — πλαγνοφυλακή — ξυστικός — προδικαστικά — παρεπόμενα — διαβολόπαιδο — κοάζω — Ιρλανδία — γαλακτοδίαιτα — αφορτος — ντουφεκίζω — ξεροτηγανίδι — επιβολεύς |
|||