|
η турецкий язык #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово турецкий язык? — τουρκική как с (ново)греческого переводится слово τουρκική? — турецкий язык — ναυμάχος — ψαροκόκαλο — αλλόδοξος — ιζηματογένεση — ξυλομετρία — εξέθηκα — βαθρακοταντανίζομαι — εφηβοσύνη — σουτέρ — αχρύσωτος — ουδείς — πήλινος — γκοφός — ονειριάζομαι — σμηνίας — κρεατόβεργα — αντάμωμα — αναριάζω — απόβλητος — δουλοπρεπής — άμεμπτος |
|||