|
ο 1) никелин (сплав); 2) бронза #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово никелин? — λευκόχαλκος как на (ново)греческом будет слово бронза? — λευκόχαλκος как с (ново)греческого переводится слово λευκόχαλκος? — никелин, бронза — αρχοντογυναίκα — υδροθώραξ — δεσιά — τρίσκοτος — χαλβαδόπιτα — αδελφώνομαι — κουνουπιδόσουπα — κατατρυπιέμαι — γλυκόξινος — βομβυκοτρόφος — βουβωνοκήλη — ιθυφαλλικός — βιγλάτορας — αμαλάκωτος — αυτοκινητίστρια — μακιγιάρω — αχρεωκόπητος — ψυχρά — αντιπροσαγόρευση — φλυκταινώδης — μακρυά |
|||