|
полинезийский #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово полинезийский? — πολυνησιακός как с (ново)греческого переводится слово πολυνησιακός? — полинезийский — πολυπληθής — θολερός — μετατρέπω — αργυροποίκιλτος — μεταβλητός — χτήμα — κουντουράς — βώτριδα — προσωπολατρία — πιπεριέρα — αγαθοεργός — αλουπού — συκολός — αλληλενέργεια — συννυφάδα — ρομάντζο — ξεκόλλητος — ξεκαμωμένος — λειώ — μυθογράφος — ξεμασκαλίζω |
|||