|
однотипный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово однотипный? — ομοιότυπος как с (ново)греческого переводится слово ομοιότυπος? — однотипный — προεξοφλούμαι — ανθήρας — ξαναμώραμα — μονοφασικός — αμφιάρθρωση — ξεκολνώ — σφάλλω — εύληπτα — βαττόμετρο — εξοιδαίνομαι — αναρρηγνύω — αδενοκαρκίνωμα — οψιμάδα — σταχυολογω — ολιγόστεμα — χοχολιέμαι — Μαυροβουνιώτισσα — φυτό — νυστάζω — τηλεβολοστάσιο — τράγεια |
|||