|
1) непреображённый; 2) непреобразуемый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово непреображённый? — αμετασχημάτιστος как на (ново)греческом будет слово непреобразуемый? — αμετασχημάτιστος как с (ново)греческого переводится слово αμετασχημάτιστος? — непреображённый, непреобразуемый — αρρενοκοίτης — βαλίτσα — θερμογονία — κρέμαση — ξανασηκώνω — ακανθωτός — ιπποπαραγωγή — αποσύρω — νεφέλωμα — τουλούμπα — κακιώνω — κοντοχωριανή — συμβιώνω — μελίγγι — εικονομαχικός — καλόγηρος — αναγεννήτρα — παράφερνα — ενενήκοντα — διάβαση — κερδοσκόπος |
|||