Новогреческий словарь
γοργοδρόμος
γοργοδρόμ|ος
ο 1)
быстроногий
;
2) перен.
быстрый
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
быстроногий
? —
γοργοδρόμος
как на
(ново)греческом
будет слово
быстрый
? —
γοργοδρόμος
как с
(ново)греческого
переводится слово
γοργοδρόμος
? — быстроногий, быстрый
#
(ново)греческий словарь
—
μαχαιράδικο
—
δρολάπι
—
απροκατάληπτος
—
οκτάτομος
—
νεκροταφείο
—
μεγαλοκαρχαρίας
—
ρεπερτόριο
—
ενίοτε
—
νεροποντή
—
αξετίμητος
—
στάθηκα
—
θειαφισμένος
—
άντεισηγούμαι
—
απίστευτος
—
απογόνι
—
σκούρα
—
γλαφυρός
—
αφρόγαλα
—
φιλάρπαξ
—
συνεταιρισμός
—
γεναριάτικα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,