|
ο 1) быстроногий; 2) перен. быстрый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово быстроногий? — γοργοδρόμος как на (ново)греческом будет слово быстрый? — γοργοδρόμος как с (ново)греческого переводится слово γοργοδρόμος? — быстроногий, быстрый — αλεηλάτιστος — λυσίκομος — σακαράκα — συνδετήριος — αρίφνητα — γαστροσκόπία — ξεσκούφωμα — εξύβριση — υδροπερατότητα — επιπλήττω — ψωμοφάγος — κρασοπότηρο — ένζυγος — φυσικοχημικός — μήτρα — σαργολόγος — εξωστήρ — λιπαντής — πριονοκορδέλα — ανθρακικός — γεγές |
|||