|
ремонтный, починочный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ремонтный? — επιδιορθωτικός как на (ново)греческом будет слово починочный? — επιδιορθωτικός как с (ново)греческого переводится слово επιδιορθωτικός? — ремонтный, починочный — γυμνόλαιμος — ροχαλητό — καρπισμένος — στωϊκός — ουριοδρομώ — έρευνα — λησμονήτρα — χαιρεκακώ — σχοινοβάτης — μυία — εργατιά — ζίγκος — αχυροκέφαλος — λαουτάρης — δαιμονόληπτος — λονδίνιος — γκαβίζω — γουνάς — θεραπευτής — γκρεμοτσακισμένος — εξαγώγιμος |
|||