|
безопасный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово безопасный? — ακίνδυνος как с (ново)греческого переводится слово ακίνδυνος? — безопасный — ξυλοπόδαρο — αγριόβουνο — ομιλούμενη — ωοτοκία — βωμολόχος — αναψυχή — ασάλιωτος — απάμπελο — προεξοχή — μνημοσύνη — χνουδωτός — παρέλαση — ξερομασώ — ναύλωση — ψυχρόαιμος — ξυρός — απογδύμι — τοπικιστικός — βεζιγάντι — τενεκές — μόρτισσα |
|||