|
: εξ υπογυίου — экспромтом, без подготовки #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово υπόγυιος? — — αρειμανίως — φιμός — μασκαρλίκι — εκπλειστηριαστής — καθήκης — γαζέλλα — εξέθεσα — θρομβοκυττάρωση — βοτρυοειδής — υδροφοβικός — αβούλιαχτος — σεργιανίζω — ερημόσπιτο — αγαθοφέρνω — καλωδίωση — επίδρομος — ανανεύω — μεσσήνα — διαδοχικά — θανατοφοβία — αμφίστροφος |
|||