|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово άλευρο? — — χήρα — ράϊχ — ανατολή — επιζωοτικός — αγαλίφωτος — αποστρατιωτικοποιούμαι — κλωγμός — παραμυθολογώ — στουπί — αντιδημαρχία — λιανοτούφεκο — ευνοούμαι — ελληνορωσσικός — στιλέτο — ελευθερωτής — διαστυλώνω — χοιρότριχα — βαλτοτόπι — δευτερωμένος — δασωτός — μετανεωτερικά |
|||