|
ο мед. катар дыхательных путей #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово катар дыхательных путей? — στηθοκατάρρους как с (ново)греческого переводится слово στηθοκατάρρους? — катар дыхательных путей — χειραψία — προβιά — αμαυρώνω — διεφάνην — αποκοιμιέμαι — πού — ελεφάντειος — ἐπικονίασις — θάλλων — ιεροσυλώ — αρχαϊστής — κωχιάζω — διοριζόμενος — οψιμότητα — ανοσοποίηση — αηδονώ — μυθολόγος — παλμικός — δαφνώδης — αναξηραντικός — υπναράς |
|||