|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово καμινετάκι? — — σμυριδόσκονη — χυμός — τσιρλίζομαι — προσωπάρχης — καντιανισμός — μαυράδι — αρχοντικά — ξοπίσω — ολιγοσαρκία — νηστεία — ευκινητότητα — ατρακτίδιο — μακρύτερο — ραντιέρικος — βρωμοκοπώ — καπίστρι — αλληλοφθονία — άντερο — λαχανοκομία — αδικος — ντουζένι |
|||