|
(αόρ. κατέστην) становиться, делаться; ~ται ανυπόφορον — становится невыносимым; ~ εμφανές — становиться очевидным; κατέστη αδύνατον — [phrase]стало невозможным[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово становиться? — καθίσταμαι как на (ново)греческом будет слово делаться? — καθίσταμαι как с (ново)греческого переводится слово καθίσταμαι? — становиться, делаться — πεσσιμιστής — δασκαλοπαίδι — αναποζημίωτος — τσιρλίζω — λυγαρήσιος — απόγιομα — αναισθητίαση — εξιτήριο — αναιρετικός — Αμμώνειο — δενδράκι — τέμπερα — πειρατικός — θρυλούται — αβράδιαστος — προωστήριος — μεσότοιχος — κλέφτικος — συμπεριλαμβάνω — καρκινοφοβία — ποίημα |
|||