Новогреческий словарь
απλούμιστος
απλούμιστ|ος
нерасшитый, неукрашенный
(об одежде, упряжи)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
нерасшитый
? —
απλούμιστος
как на
(ново)греческом
будет слово
неукрашенный
? —
απλούμιστος
как с
(ново)греческого
переводится слово
απλούμιστος
? — нерасшитый, неукрашенный
#
(ново)греческий словарь
—
διαπλοκή
—
διαιρετέος
—
άναυλος
—
περσική
—
επιδιορθώνω
—
διαμάντι
—
ξεγδύνω
—
ανάκτορο
—
διαβατάρικος
—
γύψινος
—
περιποίηση
—
πανελλήνιος
—
εκπλήρωση
—
σκότιση
—
ψαροτόμαρο
—
υπερθερμαίνω
—
υπένδυσις
—
λεμφαδενίτις
—
τραγουδιστικά
—
πτωχευμένος
—
αυτοδικάζομαι
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,