|
титулованный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово титулованный? — τιτλοφόρος как с (ново)греческого переводится слово τιτλοφόρος? — титулованный — περιπολία — θομάζω — ωρυγή — φρούδος — χημισμός — εφοδεία — μεταδοτικό — προβλήτα — διαθέτης — βαλβίδα — θανάσιμα — φρουτάκι — υδροπόνος — ηθικοθρησκευτικός — πλινθόκτισμα — κοκκάλινος — συνηγορία — σφυρίκτρα — απασβεστώνω — Τρίτη — απολίπανση |
|||