|
мед. эпилептический #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово эпилептический? — επιληπτικός как с (ново)греческого переводится слово επιληπτικός? — эпилептический — αντίσταση — ερασιτεχνισμός — αντίξοος — σκευή — δευτέρωμα — εύφθαρτος — βασταγός — λάστιχο — ανάδεμα — γεναριάτικος — ασφαλτοφόρος — προεδρία — ένστιχτο — διήθημα — περιβολάρικος — απευαισθητοποιούμαι — υδροκεφαλικός — αραχνιάζω — δισπέντσα — ντόμινο — κρασοπατέρας |
|||