ανα-

формы словаβ
ανα-
приставка, означающая: 1) вверх:
          αναβαίνω, αναγράφω; — ;
2) назад:
          αναχωρώ; — ;
3) снова; часто:
          αναβιώνω; —
          αναρρίπτω; — ;
4) усиление понятия, заключённого в глаголе:
          αναβοώ, ανασκάπτω —



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово ανα-? —


ακατάλληλοςβασιλοπούλαερωτιδεύςαπρόσοδοςδιακέντησηλίπααμερικάνικοςαδιάπλαστοςαλλότριοςεπισώρευσηαντίσκοποςενόχλησηδιάκοςπαραπιωμένοςψυχοφυσιολογίαξάγρυπνοςευεργετώμυγαλήδεξιότητασυμβιβάζωαλαφροποινίτισσα




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit