|
приставка, означающая: 1) вверх: αναβαίνω, αναγράφω; — ; 2) назад: αναχωρώ; — ; 3) снова; часто: αναβιώνω; — αναρρίπτω; — ; 4) усиление понятия, заключённого в глаголе: αναβοώ, ανασκάπτω — #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ανα-? — — ακατάλληλος — βασιλοπούλα — ερωτιδεύς — απρόσοδος — διακέντηση — λίπα — αμερικάνικος — αδιάπλαστος — αλλότριος — επισώρευση — αντίσκοπος — ενόχληση — διάκος — παραπιωμένος — ψυχοφυσιολογία — ξάγρυπνος — ευεργετώ — μυγαλή — δεξιότητα — συμβιβάζω — αλαφροποινίτισσα |
|||