|
крестообразный, крестовидный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово крестообразный? — σταυροειδής как на (ново)греческом будет слово крестовидный? — σταυροειδής как с (ново)греческого переводится слово σταυροειδής? — крестообразный, крестовидный — κλύσις — άδεια — πλημμορίζω — συρματουργείο — κάθαρμα — εγκοχλίωση — πετρελοιοπήγαδο — σκωληκόβρωτος — χώνομαι — αρωκαρία — περίφρακτος — απολεπισμένος — ανοικοδόμητος — διαμείβω — αραθυμιά — απροαιρεσία — ακροαματικός — διασωθείς — ουρανής — αλμανάχ — βουληφόρος |
|||