|
ο иконописец #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово иконописец? — αγιογράφος как с (ново)греческого переводится слово αγιογράφος? — иконописец — κάλπικος — σερέτισσα — γαλαξίνα — νερό — πλευριτώνω — ανετοίμαστα — κανάτας — σκωληκοτρόφος — βολή — φουχτίζω — ομαδικότητα — παραλύω — αγριοσίταρο — τρομαχτικός — σέλας — αυτοκριτικά — φίσα — τούρλωμα — σωληνώνω — ανελεήτως — Θεομήτωρ |
|||