|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово καρκινολογία? — — δουλευταράς — αστεριασμένος — κολλητά — κατευοδώνω — δερματικός — τρευλό — ζαμπουνιάρης — γεροντίδιο — πασσαπόρτι — αλεποτρίχης — καφεπότρια — πολυουρία — βουβώνα — υποδηματοεπνδιορθωτής — ψίαθος — γαλαζόμαυρος — φαλάκρωση — κουφόνους — χορείος — ακατάστατα — σινολόγος |
|||