|
направляющий, директивный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово направляющий? — κατευθυντήριος как на (ново)греческом будет слово директивный? — κατευθυντήριος как с (ново)греческого переводится слово κατευθυντήριος? — направляющий, директивный — λεπτόγειος — διέκχυτρο — φερετροποιεία — συνεταιρικά — φυλετικότητα — Μακεδόνας — εμπυούμαι — ολεσήνωρ — απομυζώ — ξεπατωμένος — εγκαρδιώνω — γεωμέτρις — πατρογονικός — γραιγολεβάντες — ραδόνιο — κομμουνιστικός — πεζογραφώ — κλάπα — ῥήγνυμι — εξακοσαριά — βουρλισιά |
|||