Новогреческий словарь
πικροκυματούσα
πικροκυματούσα
η :
~ (θάλασσα) — поэт. беспокойное море, море(__,__) причиняющее много горя
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
πικροκυματούσα
? —
#
(ново)греческий словарь
—
αναμισθωτήριον
—
εφαρμοστός
—
χωνεύτρα
—
ομοιοκαταληκτώ
—
ένσφαιρος
—
σπερδουκλιά
—
παρμάρα
—
κάρκαδο
—
εμπνευσμένος
—
παραγωγός
—
περίγελος
—
ημιαναισθησία
—
κολλούρι
—
μεγαλομανής
—
κογχικός
—
επιμιγνύομαι
—
φρουρός
—
ατσάλι
—
πρόσωπο
—
συμπαρακάθημαι
—
πείραγμα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве