|
η : ~ (θάλασσα) — поэт. беспокойное море, море(__,__) причиняющее много горя #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово πικροκυματούσα? — — λεπτό — στάμα — απομονωμένος — παρελκυστικός — λευκάζω — σκευωρώ — δύσοσμος — δίνομαι — αφηγκράζομαι — ξινίζομαι — καρβούνιασμα — δασκαλοπαίδι — τάς — κουσέλι — σαπρός — φτουρώ — εξασθένωση — άτριπτος — διακαίω — τσαλαπετεινός — διαρρόφηση |
|||